-
1 διαστειχω
(aor. διέστιχον)1) проходить через или насквозь(πόλιν Eur.)
δ. πλούτου Pind. — жить в богатстве2) идти, отправляться(μᾶλα νομεύειν Theocr.)
3) расхаживать, ходить(ὅ παῖς διαστείχων Anth.)
1 διαστειχω
(πόλιν Eur.)
(μᾶλα νομεύειν Theocr.)
(ὅ παῖς διαστείχων Anth.)